- ιμιτασιόν
- ηαπομίμηση.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. imitation < imiter «μιμούμαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιμιτασιόν — ιμιτασιόν, η (άκλ., λ. γαλλ.), απομίμηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)